διατορεύω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A engrave, chase, S.Fr.315; δ. χρυσᾶς φιάλας στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79; ὁ θεὸς ἐπίσταται τὰ ἑαυτοῦ δημιουργήματα δ. Ph.1.105; δ. ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη Plu.2.1083e:—Pass., Ael.VH14.7, Hierocl. p.37A.
German (Pape)
[Seite 607] = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες Ael. V. H. 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διατορεύω: ἐγχαράττω, σκαλίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 295 (χωρίον ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -τορνεύω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.
French (Bailly abrégé)
ciseler.
Étymologie: διά, τορεύω.
Spanish (DGE)
cincelar c. ac. de obj. φιάλας διετόρευσαν στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79, c. ac. de resultado διατορεύειν ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη cincelar con letras en un grano de sésamo versos (de Homero), Plu.2.1083e
•fig. δημιουργήματα ... διατορεῦσαι de Dios como creador, Ph.1.105, en v. pas., de los jóvenes espartanos ἐκ τῶν γυμνασίων οἱονεὶ διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες como esculpidos y cincelados por los gimnasios Ael.VH 14.7
•de elementos lingüísticos cincelar, conformar Hierocl.7.56.
Greek Monolingual
(AM διατορεύω) τορεύω
σφυρηλατώ, χαράζω, σκαλίζω.
Russian (Dvoretsky)
διατορεύω: Soph. = διατορνεύω.