διομολογία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.
Greek (Liddell-Scott)
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.
Greek Monolingual
διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.
Greek Monotonic
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
διομολογία: ἡ Isae., Arst. = διομολόγησις.