καινόλεκτος

From LSJ
Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόλεκτος Medium diacritics: καινόλεκτος Low diacritics: καινόλεκτος Capitals: ΚΑΙΝΟΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kainólektos Transliteration B: kainolektos Transliteration C: kainolektos Beta Code: kaino/lektos

English (LSJ)

ον, A new-fangled, Hdn. Epim.3.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue Weise, ungewöhnlich gesagt, Hdn. epim. p. 3.

Greek (Liddell-Scott)

καινόλεκτος: -ον, νεόλεκτος, κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, ἀσυνήθης, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.

Greek Monolingual

καινόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφί-λεκτος, νεό-λεκτος].