κακοπάρθενος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπάρθενος Medium diacritics: κακοπάρθενος Low diacritics: κακοπάρθενος Capitals: ΚΑΚΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kakopárthenos Transliteration B: kakoparthenos Transliteration C: kakoparthenos Beta Code: kakopa/rqenos

English (LSJ)

ἡ, A accursed maiden, Sch.E.Hec.612. II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).

French (Bailly abrégé)

ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.

Greek Monolingual

κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρηκακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.

Greek Monotonic

κᾰκοπάρθενος: -ον, ανάρμοστος, απρεπής για παρθένο, δυστυχής παρθένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπάρθενος: ἡ роковая дева (= Μοῖρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπάρθενος -ου [κακός, παρθένος] vervloekte vrouw (van Moira).

Middle Liddell

κᾰκο-πάρθενος, ον
unbecoming a maid, Anth.