καταβλέπω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A look down at, LXXGe.18.16; ἄνωθεν εἰς… Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d. b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.). 2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.
German (Pape)
[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ao. κατέβλεψα;
regarder d’en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.
Greek Monolingual
καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.
Greek Monotonic
καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλέπω: глядеть (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα ἄνωθεν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βλέπω ( van boven) neerkijken op.