κατευνασμός

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευνασμός Medium diacritics: κατευνασμός Low diacritics: κατευνασμός Capitals: ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kateunasmós Transliteration B: kateunasmos Transliteration C: katevnasmos Beta Code: kateunasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A lulling to sleep, Id.2.378f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, das in Schlaf, zur Ruhe Bringen, Ggstz ἀνέγερσις, Plut. de is. et Osir. 69.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνασμός: ὁ, ἀποκοίμισις, Πλούτ. 2. 378Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’endormir.
Étymologie: κατευνάζω.

Greek Monolingual

ο (Α κατευνασμός) κατευνάζω
νεοελλ.
καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός της διχόνοιας»)
αρχ.
το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα.

Russian (Dvoretsky)

κατευνασμός: ὁ усыпление Plut.