οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: κοινοφῠής | Medium diacritics: κοινοφυής | Low diacritics: κοινοφυής | Capitals: ΚΟΙΝΟΦΥΗΣ |
Transliteration A: koinophyḗs | Transliteration B: koinophyēs | Transliteration C: koinofyis | Beta Code: koinofuh/s |
ές, A of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.
κοινοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτο-φυής, μεγαλο-φυής].