κοινισμός
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
ὁ, A mixture of dialects, v.l. in Quint.8.3.59.
German (Pape)
[Seite 1467] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
κοινισμός: ὁ, ἀνάμιξις διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.
Greek Monolingual
κοινισμός, ὁ (Α)
η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + -ισμός (πρβλ. εθνικ-ισμός, ψιμυθ-ισμός)].
Russian (Dvoretsky)
κοινισμός: ὁ смешение разных диалектов Quint.