κρεοφάγος

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοφάγος Medium diacritics: κρεοφάγος Low diacritics: κρεοφάγος Capitals: ΚΡΕΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kreophágos Transliteration B: kreophagos Transliteration C: kreofagos Beta Code: kreofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος)].

Greek Monotonic

κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κρεοφάγος: Her., Arst. v. l. = κρεωφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.

Middle Liddell

κρεο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
eating flesh, carnivorous, Hdt.