κτηνίατρος

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνίατρος Medium diacritics: κτηνίατρος Low diacritics: κτηνίατρος Capitals: ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: ktēníatros Transliteration B: ktēniatros Transliteration C: ktiniatros Beta Code: kthni/atros

English (LSJ)

ὁ, A cattle-doctor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνίατρος)
1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων
2. αξιωματικός του κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός.