κυανόστολος

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόστολος Medium diacritics: κυανόστολος Low diacritics: κυανόστολος Capitals: ΚΥΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanóstolos Transliteration B: kyanostolos Transliteration C: kyanostolos Beta Code: kuano/stolos

English (LSJ)

ον, A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.

German (Pape)

[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vêtement sombre.
Étymologie: κύανος, στολή.

Greek Monolingual

κυανόστολος, -ον (Α)
ντυμένος στα μαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ-στολος, λινό-στολος].

Greek Monotonic

κυᾰνόστολος: -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.

Middle Liddell

κυᾰνό-στολος, ον στολή
dark-robed, Bion.