μαρμαροφεγγής

From LSJ
Revision as of 14:46, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰροφεγγής Medium diacritics: μαρμαροφεγγής Low diacritics: μαρμαροφεγγής Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: marmarophengḗs Transliteration B: marmarophengēs Transliteration C: marmarofeggis Beta Code: marmarofeggh/s

English (LSJ)

ές, A gleaming white, στόματος παῖδες, of the teeth, Tim.Pers.103.

Greek Monolingual

μαρμαροφεγγής, -ές (Α)
(ιδίως για τα δόντια)
1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο
2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο-φεγγής].