μονόμαλλος

From LSJ
Revision as of 15:37, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμαλλος Medium diacritics: μονόμαλλος Low diacritics: μονόμαλλος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: monómallos Transliteration B: monomallos Transliteration C: monomallos Beta Code: mono/mallos

English (LSJ)

ον, A of pure wool (sc. χιτών), POxy.109.2 (iii/iv A. D.), cf. Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμαλλος: -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, μονόμαλλος χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.

Greek Monolingual

μονόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μαλλός (πρβλ. βαθυ-μαλλος, δασύ-μαλλος)].