μονοπάθεια

From LSJ
Revision as of 15:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπάθεια Medium diacritics: μονοπάθεια Low diacritics: μονοπάθεια Capitals: ΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: monopátheia Transliteration B: monopatheia Transliteration C: monopatheia Beta Code: monopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, A suffering in one part of the body only, Alex.Aphr.Pr.1.143 (pl.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Theiles allein, τῶν ὀφθαλμῶν, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάθεια: [πᾰ], ἡ, τὸ πάθος ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, μονοπάθεια τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.

Greek Monolingual

μονοπάθεια, ἡ (Α)
ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. δισκο-πάθεια].