οὗπερ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Adv., A v. ὅς, ἥ, ὅ A b. 1.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
οὗπερ: Ἐπίρρ., ἴδε ὅς, ἥ, ὅ Α. β. 1.
French (Bailly abrégé)
v. ὅς, ἥ, ὅ.
Greek Monolingual
(I)
οὗπερ (Α)
(τοπ. επίρρ.) όπου, όπου ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὗ, γεν. της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ + περ].
(II)
οὗπερ (Α)
(βοιωτ. τ.) πρόθ. βλ. υπέρ.
Greek Monotonic
οὗπερ: επίρρ. βλ. ὅς, ἥ, ὅ, Β. III.
Russian (Dvoretsky)
οὗπερ: adv. [ὅς II]
1) (там) именно где: τέθνηκεν, οὗ. τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν Aesch. (Этеокл) умер там, где пристало умирать молодым;
2) (туда) именно куда: οὗ. τοὺς κακούργους (sc. ἐμβάλλουσιν) Thuc. (Павсания хотели сбросить в пропасть), куда сбрасывают преступников.
Middle Liddell
v. ὅς, ἥ, ὅ B. III