παλιμμήκης

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμμήκης Medium diacritics: παλιμμήκης Low diacritics: παλιμμήκης Capitals: ΠΑΛΙΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: palimmḗkēs Transliteration B: palimmēkēs Transliteration C: palimmikis Beta Code: palimmh/khs

English (LSJ)

ες, A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.

Greek Monolingual

παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμμήκης: двойной продолжительности, удвоенный (χρόνος Aesch.).

Middle Liddell

πᾰλιμ-μήκης, ες μῆκος
doubly long, Aesch.