παλινσκοπιά

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσκοπιά Medium diacritics: παλινσκοπιά Low diacritics: παλινσκοπιά Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: palinskopiá Transliteration B: palinskopia Transliteration C: palinskopia Beta Code: palinskopia/

English (LSJ)

ἡ, A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινσκοπιά: ἡ взгляд назад Eur.

Middle Liddell

παλιν-σκοπιά, ἡ,
a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.