παναιγλήεις

From LSJ
Revision as of 19:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναιγλήεις Medium diacritics: παναιγλήεις Low diacritics: παναιγλήεις Capitals: ΠΑΝΑΙΓΛΗΕΙΣ
Transliteration A: panaiglḗeis Transliteration B: panaiglēeis Transliteration C: panaiglieis Beta Code: panaiglh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A all-shining, κῆπος AP9.806.

German (Pape)

[Seite 456] εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναιγλήεις: εσσα, εν, ὅλως λάμπων, κατάλαμπρος, κῆπος Ἀνθ. Π. 9.806.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tout à fait brillant.
Étymologie: πᾶν, αἴγλη.

Greek Monolingual

παναιγλήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰγλήεις (< αἴγλη)].

Greek Monotonic

πᾰναιγλήεις: -εσσα, -εν, ολόλαμπρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναιγλήεις: ήεσσα, ῆεν весь блистающий, сияющий (κῆπος Anth.).

Middle Liddell

πᾰν-αιγλήεις, εσσα, εν
all-shining, Anth.