παναίτιος

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίτιος Medium diacritics: παναίτιος Low diacritics: παναίτιος Capitals: ΠΑΝΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: panaítios Transliteration B: panaitios Transliteration C: panaitios Beta Code: panai/tios

English (LSJ)

ον, (αἰτία) A cause of all, Ζεύς A.Ag.1486; ἓν π. Dam. Pr.37. 2 to whom all the guilt belongs, opp. μεταίτιος, A.Eu.200.

German (Pape)

[Seite 456] Ursache von Allem seiend, die ganze Schuld tragend, Aesch. Ag. 1465 Eum. 191 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίτιος: -ον, (αἰτία) ὁ αἴτιος πάντων, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486. 2) εἰς ὃν ἅπασα ἡ ἐνοχὴ ἀνήκει, ἀντίθετ. τῷ μεταίτιος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 200.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est la cause et le principe de tout;
2 coupable de tout, seul coupable.
Étymologie: πᾶν, αἴτιος.

Greek Monolingual

παναίτιος, -ον (ΑΜ)
(για τον Δία) ο αίτιος τών πάντων
αρχ.
αυτός στον οποίο ανήκει όλη η ενοχή, ο μόνος υπεύθυνος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἴτιος.

Greek Monotonic

πᾰναίτιος: -ον (αἰτία
1. υπαίτιος για όλα, σε Αισχύλ.
2. αυτός στον οποίο ανήκει ολόκληρη η ενοχή, ένοχος για όλα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναίτιος:
1) являющийся (перво)причиной всего (Ζεύς Aesch.);
2) являющийся единственным виновником: οὐ μεταίτιος, ἀλλ᾽ παναίτιος Aesch. не соучастник, а единственный виновник.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναίτιος -ον [πᾶς, αἰτία] allesveroorzakend. geheel verantwoordelijk.

Middle Liddell

πᾰν-αίτιος, ον, αἰτία
1. the cause of all, Aesch.
2. to whom all the guilt belongs, Aesch.

English (Woodhouse)

wholly guilty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)