πατά
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Scythian word, A = κτείνω, Hdt.4.110.
German (Pape)
[Seite 533] nach Her. 4, 110 scythisches Wort für κτείνειν.
Greek (Liddell-Scott)
πατά: λέξις Σκυθική, = κτείνω, Ἡρόδ. 4. 110.
French (Bailly abrégé)
tuer.
Étymologie: mot scythe.
Greek Monolingual
Α
κτείνω, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκυθική λ.].
Greek Monotonic
πατά: Σκυθική λέξη = κτείνω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατά Skythisch voor 'doden'. Hdt. 4.110.1.
Russian (Dvoretsky)
πατά: (скиф.) Her. = κτείνω.