ποιμνήϊος

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμνήϊος Medium diacritics: ποιμνήϊος Low diacritics: ποιμνήϊος Capitals: ΠΟΙΜΝΗΪΟΣ
Transliteration A: poimnḗïos Transliteration B: poimnēios Transliteration C: poimniios Beta Code: poimnh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. Adj. A of a flock or herd, σταθμός, σηκός, Il.2.470, Hes.Op.787.

German (Pape)

[Seite 651] ion. statt des ungebr. ποιμνεῖος, zum Hirten, zur Heerde gehörig, von der Heerde; σταθμός, σηκός, Il. 2, 470 Hes. op. 789.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui concerne les troupeaux ou un troupeau.
Étymologie: ποίμνη.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

ποιμνήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει σε κοπάδι ή ποίμνιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ποιμνήϊος: предназначенный для стада, скотный (σταθμός Hom.; σηκός Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμνήϊος -η -ον [ποίμνη] ep., kudde-:. σηκός... ποιμνήϊον omheining voor de kudde Hes. Op. 787.