πολύτεχνος

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεχνος Medium diacritics: πολύτεχνος Low diacritics: πολύτεχνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: polýtechnos Transliteration B: polytechnos Transliteration C: polytechnos Beta Code: polu/texnos

English (LSJ)

ον, A skilled in many arts, πόλις Aristeas 114; Σιδόνιοι Str.16.2.24; π. ὑποθέσεις ἔργων Plu.Per.12. Adv. -νως, ἔχειν Aristeas 73. II the work of many craftsmen, δημιούργημα D.Chr.78.24.

German (Pape)

[Seite 674] von vielen Künsten, sich auf viele Künste verstehend, kunstreich, Sp.; – bei Plut. Pericl. 12 pass., sehr künstlich gearbeitet.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεχνος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς τέχνας ἠσκημένος, δεξιός, Σιδόνιοι Στράβ. 757· πολυτέχνους ὑποθέσεις ἔργων, εἰς πολλὰς τέχνας ἀνηκουσῶν, Πλουτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile en beaucoup d’arts, très industrieux;
2 travaillé avec beaucoup d’art.
Étymologie: πολύς, τέχνη.

Greek Monolingual

-η, -ο/πολύτεχνος, -ον, ΝΑ
επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης
νεοελλ.
φρ. α) «πολύτεχνα έργα»
μουσ. (κατά την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) έργα που συνδυάζουν τεχνικές από διάφορες τέχνες σε μια συνεργασία αρμονική
β) «πολύτεχνα μέσα» ή «πολυσχιδή μέσα»
τεχνολ. σύστημα ηλεκτρονικής πληροφόρησης το οποίο συνδυάζει την ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους μέσων ενημέρωσης, όπως λ.χ. κειμένου, σχημάτων, εικόνων που παράγονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εικόνων από το βίντεο και ήχου, με τις δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας τών πληροφοριών αυτών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τέχνες
2. κατασκευασμένος με πολλή τέχνη, πολυτεχνής («πολύτεχνον δημιούργημα», Δίων Χρυσ.).
επίρρ...
πολυτέχνως ΝΜΑ
με πολύτεχνο τρόπο, με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ομό-τεχνος].

Greek Monotonic

πολύτεχνος: -ον (τέχνη), επιτήδειος, ικανός, σε πολλές τέχνες, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πολύτεχνος: отделанный с большим искусством или требующий применения многих искусств (ὑποθέσεις ἔργων Plut.).

Middle Liddell

πολύτεχνος, ον, τέχνη
skilled in many arts, Strab.