σηψιδακής

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηψῐδᾰκής Medium diacritics: σηψιδακής Low diacritics: σηψιδακής Capitals: ΣΗΨΙΔΑΚΗΣ
Transliteration A: sēpsidakḗs Transliteration B: sēpsidakēs Transliteration C: sipsidakis Beta Code: shyidakh/s

English (LSJ)

ές, A causing mortification by its bite, φαλάγγιον Pl. ap. Arist.Top.140a4.

German (Pape)

[Seite 876] ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σηψῐδᾰκής: -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, Πλάτων παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + -δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο-δακής, σαρκο-δακής].

Russian (Dvoretsky)

σηψῐδακής: 2, v. l. σηψῐδακίς причиняющий своим укусом нагноение (τό φαλάγγιον Arst.).