συναναπίπτω

From LSJ
Revision as of 10:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπίπτω Medium diacritics: συναναπίπτω Low diacritics: συναναπίπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synanapíptō Transliteration B: synanapiptō Transliteration C: synanapipto Beta Code: sunanapi/ptw

English (LSJ)

A concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].