συνεπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 10:49, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπίσταμαι Medium diacritics: συνεπίσταμαι Low diacritics: συνεπίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synepístamai Transliteration B: synepistamai Transliteration C: synepistamai Beta Code: sunepi/stamai

English (LSJ)

A to be privy to, τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19; ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21; σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι σ. Id.VH2.31, cf. Cal. 9; ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27. 2 know perfectly well or fully, πολλάκις ἑώρακα . . τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg.821c; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE177a27.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπίσταμαι: ἀποθ., γινώσκω καλῶς μετά τινος, μετέχω τῶν μυστικῶν αὐτοῦ, τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω καλῶς, τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.

French (Bailly abrégé)

savoir avec :
1 être dans le secret de, acc.;
2 avoir conscience de ; avec un part. au dat. : avoir conscience que qqn….
Étymologie: σύν, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπίσταμαι: αποθ., γνωρίζω καλά κάτι μαζί με κάποιον, κατέχω τα μυστικά του, σε Ξεν., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επίσταμαι mede afweten van, medeweten hebben van, met acc.; met dat. en ptc. dat. weten van iem. dat die..., er weet van hebben dat iem....:; ἀπιστότατον ἔργον συνηπίσταντό μοι πεποιηκότι (zij) wisten dat ik de meest verraderlijke daad had verricht Gorg. B 11a.21; met dat. en ptc. nom.. ὑμῖν … αὐτοῖς δεινόν … ἔργον συνεπιστήσεσθε πεποιηκότες u zult een vreselijke daad op uw geweten hebben Gorg. B 11a.36. samen weten, met acc.. δρᾶν ταῦθ ’ ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα die dingen doen die wij altijd allemaal met elkaar weten (dat ze doen) Plat. Lg. 821c.

Russian (Dvoretsky)

συνεπίστᾰμαι:
1) знать как и все или хорошо знать (ταῦθ᾽ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Plat.);
2) знать за кем-л., сознавать (συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μέλλωνος ἐπανάστασιν Xen.): τἀληθῆ κατηγοροῦντι ἑαυτῷ σ. Luc. сознавать правоту своего обвинения.

Middle Liddell

Dep. to be privy to, Xen., Luc.