συστράτηγος

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτηγος Medium diacritics: συστράτηγος Low diacritics: συστράτηγος Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: systrátēgos Transliteration B: systratēgos Transliteration C: systratigos Beta Code: sustra/thgos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ, A fellow-general, E.Ph.745, Th.2.58, X.An.2.6.29, Μους. Σμυρν. 1878p.54 (Erythrae), etc.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, Mitfeldherr, College des στρατηγός; Eur. Phoen. 745; Thuc. 2, 58; Xen. An. 2, 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.

French (Bailly abrégé)

c. συστρατηγός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατηγέτις, -ιδος, Μ
αυτός που είναι μαζί με άλλον στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατηγός.

Greek Monotonic

συστράτηγος: ὁ, στρατηγός μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συστράτηγος: (ᾰ) ὁ товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στράτηγος -ου, ὁ, Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.

Middle Liddell

συ-στράτηγος, ὁ,
a joint-commander, Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

fellow general, fellow-commander

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)