τρικόρυθος

From LSJ
Revision as of 13:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

ον, = sq., A Αἴας E.Or.1480 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.