τύλιγμα

From LSJ
Revision as of 13:37, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύλιγμα Medium diacritics: τύλιγμα Low diacritics: τύλιγμα Capitals: ΤΥΛΙΓΜΑ
Transliteration A: týligma Transliteration B: tyligma Transliteration C: tyligma Beta Code: tu/ligma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἕλιξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τύλιγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἕλιξ· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. ἕλιγμα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τυλίσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυλίγω, περιέλιξη, περιτύλιξη
2. (ηλεκτρολ.) αγωγός περιτυλιγμένος γύρω από τύμπανο ή από πυρήνα, ο οποίος όταν διαρρέεται από ρεύμα παράγει έντονο μαγνητικό πεδίο, περιέλιξη.