φρουρητός

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουρητός Medium diacritics: φρουρητός Low diacritics: φρουρητός Capitals: ΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: phrourētós Transliteration B: phrourētos Transliteration C: frouritos Beta Code: frourhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A watched, guarded, AP6.230 (Quint.).

German (Pape)

[Seite 1310] adj. verb. von φρουρέω, bewacht, beschützt, Qu. Maec. 5 (VI, 230) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν φρονοῦσιν ἢ φυλάττουσιν· ἢ ὁ δυνάμενος νὰ φρουρηθῇ, Ἀνθ. Π. 6. 230.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l’on peut garder ; gardé.
Étymologie: φρουρέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φρουρῶ
αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.

Greek Monotonic

φρουρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φρουρητός: (хорошо) защищенный (sc. κόχλος Anth.).

Middle Liddell

φρουρητός, ή, όν verb. adj. of φρουρέω
watched, guarded, Anth.