χίασμα

From LSJ
Revision as of 15:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χίασμα Medium diacritics: χίασμα Low diacritics: χίασμα Capitals: ΧΙΑΣΜΑ
Transliteration A: chíasma Transliteration B: chiasma Transliteration C: chiasma Beta Code: xi/asma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.). 2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.

German (Pape)

[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιάζω
2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ
3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. το σημείο Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο χωρίο σε έγγραφο
2. ανατ. το σημείο διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο χίασμα»)
3. βιολ. ορατή στο μικροσκόπιο δομή σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες κατά τη μειωτική διαίρεση του κυττάρου
4. φρ. «οπτικό χίασμα»
α) ανατ. η διασταύρωση τών ινών τών οπτικών ταινιών σε σχήμα Χ, στο κεντρικό τμήμα του μέσου κρανιακού βόθρου, προτού σχηματίσουν τα οπτικά νεύρα
β) «σύνδρομο του οπτικού χιάσματος»
ιατρ. αμφικροταφική ημιανοψία, πτώση της οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη ατροφία του οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο σύνδρομο
αρχ.
σταυροειδής επίδεσμος.