ψευδορκία
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἡ, A perjury, Ph.2.196.
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, das falsche Schwören, der Meineid, Schol. Lycophr. 932.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδορκία: ἡ, ψευδὴς ὅρκος, ἐπιορκία, Φίλων 2. 196.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ ψεύδορκος
ψευδής ένορκη διαβεβαίωση προς δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή για την αλήθεια και πληρότητα ενός ισχυρισμού ο οποίος έχει κατά νόμο καταστεί αντικείμενο απόδειξης.