ψιά
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, A = χαρά, γελοίασμα, παίγνια, Hsch: hence ψῐάζω, Dor. ψιάδδω, play, sport, τοὶ δὴ παρ' Εὐρώταν ψιάδδοντι Ar.Lys.1302 (lyr.); ψιάδδειν· παίζειν, Hsch. (Prob. shortd. forms of ἑψία, ἑψιάομαι, qq. v.)
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, auch ψειά, eigtl. jedes kleine Theilchen, Stückchen, Körnchen, Bröckchen, gew. Steinchen, abgeriebener, geglätteter Kiesel, bes. zum Spiel für Kinder; dah. Spiel, Scherz, Vergnügen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψιά: ἡ, «ψιά· χαρά, γελοίασμα, παίγνια» Ἡσύχ.· - ὅθεν ψιάζω, Δωρ. ψιάδδω, παίζω, τοὶ δή παρ’ Εὐρώταν ψιάδδοντι Ἀριστοφ. Λυσ. 1302· «ψιάδδειν· παίζειν» Ἡσύχ. (Πιθανῶς ταῦτα ἦσαν βραχύτεροι τύποι τῶν λέξεων ἐψία, ἐψιάομαι, ἃς ἴδε).
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος].