ἀλκάζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A put forth strength or prowess, EM56.11, 66.10:—Med., ἠλκάζοντο· ἠμύνοντο, Hsch. ἀλκᾰθεῖν, poet. aor. (accented as pres. by Gramm., Phot.p.76R., AB383), assist, A.Fr.411, S.Fr.996.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκάζω: ἐφαρμόζω δύναμιν, θέτω εἰς ἐνέργειαν ἰσχύν, Ἐτυμ. Μ. 56. 11. 66. 10: ― Μέσ., ἠλκάζοντο, ἠμύνοντο, παρ’ Ἡσυχ.
Spanish (DGE)
1 combatir valerosamente, EMα 879, 758.
2 en v. med. auxiliar, asistir Hsch.η 380, cf. ἀλκάζω.
Greek Monolingual
ἀλκάζω (Α)
1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα
2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο της ρίζας ἀλκ-, με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκαθεῖν.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα].