ἀμμόγειος
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
α, ον, A in sandy soil, ἀγκυροβόλια Peripl.M.Rubr.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόγειος: -ον, ὁ ἔχων ἀμμώδη γῆν, ἀμμ. ἀγκυροβόλια Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 24.
Spanish (DGE)
-α, -ον
arenoso ἀ. ἀγκυροβόλια anclaje sobre fondo arenoso, Peripl.M.Rubri 24, ἀ. Σέντρυφις PVindob.Boswinkel 3.8 (III a.C.).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμμόγειος, -α, -ον)
αυτός που έχει αμμώδες έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + -γειος < γῆ].