ἀναπόδραστος
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ον, A unavoidable, not to be escaped, Arist.Mu.401b13, Plu.2.166e, Alex.Aphr.Fat.166.3; τὸ ἀ. Plot.4.3.13. 2 Act., unable to run away, AB392, Alb.Intr.6.
German (Pape)
[Seite 203] unentrinnbar, Arist. mund. 7, 5; bei Plut. Superst. 4 δοῦλος, ein Sklav, der nicht entfliehen kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδραστος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) ἀνίκανος νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inévitable.
Étymologie: ἀ, ἀποδιδράσκω.
Spanish (DGE)
-ον
1 a lo que no se escapa, inevitable ἀναπόδραστον αἰτίαν como etim. de Adrastea, Arist.Mu.401b13, τὴν τῶν θεῶν ἀναπόδραστον ἐφόρασιν Porph.Marc.21, cf. Plu.2.166e, Corn.ND 13, Alex.Aphr.Fat.166.3
•τὸ ἀ. lo inevitable Plot.4.3.13.
2 que no puede escapar τὰ δόγματα ... ἐν τῇ ψυχὴ ἀναπόδραστα Alb.Intr.6, cf. AB 392.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόδραστος, -ον) ἀποδιδράσκω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόδραστος: неизбежный, неминуемый Arst., Plut.