ἀπαυχενίζω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A cut off by the neck, D.S.34.2.22. II ταῦρον ἀ. tame a bull by forcing back his neck, Philostr.Her.12b, cf. Philostr. Jun.Im.2. III shake off the yoke from the neck, get free by struggling, Phld.Lib.p.34 O., Ph.1.305.
German (Pape)
[Seite 283] 1) ταῦρον, Philostr. iun. imag. 2, einen Stier bändigen, indem man ihm den Hals zurückzieht, – 2) vom Halse das Joch abschütteln, sich befreien, Sp., wie Philo. – 3) Bei D. Sic. 34 den Hals abschneiden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυχενίζω: ἀποκόπτω τὸν λαιμόν, Διοδ. Ἐκλογ. 529. ΙΙ. ἀπαυχενίζω ταῦρον, δαμάζω ταῦρον ἕλκων ὀπίσω τὸν αὐχένα αὐτοῦ, φιλόστρ. 722, 864. ΙΙΙ. ἀποσείω τὸν ζυγὸν ἀπὸ τοῦ αὐχένος, ἀπελευθεροῦμαι διὰ προσπαθείας ἢ ἀγῶνος, καθίσταμαι ἀνυπότακτος, ἀφηνιάζω. Φίλων 1. 305, κτλ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαυχένισις, εως, ἡ, ζυγοῦ Νικήτ. Χρον. 238C.
Spanish (DGE)
1 degollar abs., D.S.34.2.22.
2 doblegar, doblegar el cuello hacia atrás ταῦρον Philostr.Her.12b, ταύρους Philostr.Iun.Im.1.2 (p.292), fig. Ph.1.305.
3 fig. sacudir el yugo πολλοὺς εἰκὸς ἀπαυχενίζειν τῶν νέων Phld.Lib.p.34.
Greek Monolingual
ἀπαυχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω
2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω
3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαυχενίζω: перерезать шею Diod.