ἀρχίμιμος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ὁ, A chief comedian, Plu.Sull.36.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, erster Mimenspieler, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίμῑμος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μίμων, πρῶτος κωμικὸς ὑποκριτής, Πλουτ. Σύλλ. 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’une troupe de mimes.
Étymologie: ἄρχω, μῖμος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. archimimus, CIL 14.2408, fem. archimima, CIL 6.10106.4, 10107.3
primer mimo y actor cómico Plu.Sull.36, in funere Fauor a. personam eius ... imitans, en el funeral, el actor Favor, imitando su persona ... Suet.Vesp.19, cf. Porphyrio Comm.265
•prob. irón. doctus archimimus, senex iam decrepitus Seneca Fr.36, CIL ll.cc.
Greek Monolingual
ἀρχιμῑμος, ο (Α)
ο αρχηγός των μίμων, ο πρώτος κωμικός υποκριτής.
Greek Monotonic
ἀρχίμῑμος: ὁ, πρώτος κωμικός υποκριτής, αρχηγός κωμικών ηθοποιών, μίμων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχίμῑμος: ὁ главный мим, глава мимической труппы Plut.