ἀφρόγαλα

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρόγᾰλα Medium diacritics: ἀφρόγαλα Low diacritics: αφρόγαλα Capitals: ΑΦΡΟΓΑΛΑ
Transliteration A: aphrógala Transliteration B: aphrogala Transliteration C: afrogala Beta Code: a)fro/gala

English (LSJ)

ακτος, τό, A frothed milk, Gal.10.468.

German (Pape)

[Seite 415] τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόγαλα: ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ακτος, τό
espuma de leche especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.

Greek Monolingual

και αφρόγαλο, το (Α ἀφρόγαλα)
η κρούστα από βούτυρο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το καϊμάκι
νεοελλ.
το εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος, ο αφρός.