ἐκπροφεύγω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A flee away from, τινός Hld.8.11 ; escape, τι Orph.L.397 ; μόρον AP6.218 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 777] (s. φεύγω), heraus-, entfliehen; ὀλοὸν μόρον Alc. Hess. 8 (VI, 218) u. a. sp. D.; δεσμῶν Hel. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω μακρὰν ἀπό τινος, τινος Ἡλιόδ. 8. 11· ἐκφεύγω, διαφεύγω, τι Ὀρφ. Λιθ. 391, Ἀνθ. Π. 6. 218.
French (Bailly abrégé)
échapper à, acc..
Étymologie: ἐκ, προφεύγω.
Spanish (DGE)
escapar de c. ac. ὀλοὸν μόρον AP 6.218 (Alc.Mess.), cf. Gr.Naz.M.37.1536A, λοιμοῦ ... ὁρμήν IUrb.Rom.1378.1 (II/III d.C.), πῶς κεν πολιὸν γένος ἐκπροφύγῃσι Orph.L.397, κόλπον δικτύου Opp.H.3.606
•tb. c. gen. o adv. δεσμῶν Orác. en Hld.8.11.3, μάχης Q.S.6.284, cf. Synes.Hymn.1.394.
Greek Monolingual
ἐκπροφεύγω (Α)
1. φεύγω μακριά από κάποιον
2. ξεφεύγω, διαφεύγω.
Greek Monotonic
ἐκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω μακριά, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπροφεύγω: (part. aor. 2 ἐκπροφυγών) убегать, ускользать, избегать (ὀλοὸν μόρον Anth.).