ἐναμέλγω
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
A milk into, γαυλοῖς Od.9.223.
German (Pape)
[Seite 826] darein melken, τινί, Od. 9, 223.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰμέλγω: μέλλ. -ξω, ἀμέλγω ἔν τινι, γαυλοί τε σκαφίδες τε... τοῖς ἐνάμελγεν Ὀδ. Ι 223.
French (Bailly abrégé)
traire dans.
Étymologie: ἐν, ἀμέλγω.
English (Autenrieth)
only ipf., ἐνάμελγεν, milked therein, Od. 9.223†.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰμέλγω)
ordeñar en, reservar el ordeño en c. dat. loc. τοῖς (γαυλοῖς) ἐνάμελγεν Od.9.223.
Greek Monolingual
ἐναμέλγω (Α)
αρμέγω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐνᾰμέλγω: μέλ. -ξω, αρμέγω μέσα σε κάτι, γαυλοῖς, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰμέλγω: (во что-л.) доить (sc. γαυλοῖς Hom.).