ἐναπόλειψις
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
εως, ἡ, A leaving of empty spaces within, κενῶν Thphr.Sens.62.
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, das Darinzurücklassen, Theophr. im plur., Plut. san. tu. p. 401.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόλειψις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολείπειν τι ἔν τινι, Θεόφρ. π. Αἰσθ. 62˙ ἐναπ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 134C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dépôt, résidu.
Étymologie: ἐναπολείπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
deposición en el interior, acumulación depositada dentro τῶν κενῶν de espacios vacíos, Thphr.Sens.62 (= Democr.A 135), πνεύματος Alex.Aphr.in Top.50.22 (pero tal vez l. por ἐναπόληψις, q.u.).
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόλειψις: εως ἡ задержка (πνευμάτων ἐναπολείψεις Plut.).