ἐξαναπνέω

From LSJ
Revision as of 08:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναπνέω Medium diacritics: ἐξαναπνέω Low diacritics: εξαναπνέω Capitals: ΕΞΑΝΑΠΝΕΩ
Transliteration A: exanapnéō Transliteration B: exanapneō Transliteration C: eksanapneo Beta Code: e)canapne/w

English (LSJ)

A recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.

German (Pape)

[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.

Spanish (DGE)

recobrar el aliento, tomar un respiro μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.Phdr.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.Sph.231c.

Greek Monolingual

ἐξαναπνέω (Α)
αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναπνέω: переводить дыхание Plat.