ἐπεγκάπτω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
A eat up besides, gulp down, Ar.Eq.493.
German (Pape)
[Seite 908] noch dazu verschlucken, Ar. Equ. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγκάπτω: χάπτω, καταπίνω, ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί Ἀριστοφ. Ἱππ. 493.
French (Bailly abrégé)
avaler par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγκάπτω.
Greek Monolingual
(Α)
καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»].
Greek Monotonic
ἐπεγκάπτω: μέλ. -ψω, αρπάζω επιπλέον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγκάπτω: (еще, также) проглатывать: ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί Arph. возьми и проглоти это.