ἐπιθωρακίζομαι
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
A put on one's armour, v.l. for θωρακ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 944] sich den Panzer anlegen, Xen. Cyr. 3, 3, 27.
French (Bailly abrégé)
endosser une cuirasse.
Étymologie: ἐπί, θωρακίζω.
Greek Monolingual
ἐπιθωρακίζομαι (Α)
φορώ τον θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρακίζομαι «φορώ θώρακα»].
Greek Monotonic
ἐπιθωρᾱκίζομαι: Μέσ., οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθωρᾱκίζομαι: надевать на себя броню Xen.
Middle Liddell
Mid. to put on one's armour, Xen.