ἐχέμυθος

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέμῡθος Medium diacritics: ἐχέμυθος Low diacritics: εχέμυθος Capitals: ΕΧΕΜΥΘΟΣ
Transliteration A: echémythos Transliteration B: echemythos Transliteration C: echemythos Beta Code: e)xe/muqos

English (LSJ)

ον, A taciturn, in Sup., Suid.

German (Pape)

[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].

Greek Monotonic

ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.

Middle Liddell

ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.