ἱπποδιώκτης

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδῐώκτης Medium diacritics: ἱπποδιώκτης Low diacritics: ιπποδιώκτης Capitals: ΙΠΠΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: hippodiṓktēs Transliteration B: hippodiōktēs Transliteration C: ippodioktis Beta Code: i(ppodiw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. -τας, A = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδιώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους».

Greek Monolingual

ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.

Greek Monotonic

ἱπποδῐώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἱππο-διώκτης, ου,
a driver or rider of steeds, Theocr.