ὀχευτικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχευτικός Medium diacritics: ὀχευτικός Low diacritics: οχευτικός Capitals: ΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ocheutikós Transliteration B: ocheutikos Transliteration C: ocheftikos Beta Code: o)xeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A salacious, of animals, Arist.Long.466b7; of birds, Id.HA564b11 sq.; of human beings, Ptol.Tetr.64: Comp., Thphr.Fr.183. Adv. -κῶς, ἔχειν Hsch. s.v. ὀχῶν.

German (Pape)

[Seite 429] zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχευτικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9., 3. 1, 6 κἑξ.· -ικώτερος, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 391Ε.

Greek Monolingual

ὀχευτικός, -ή, -όν (Α) οχευτής
1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή
2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει
3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος.
επίρρ...
ὀχευτικῶς (Α)
με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.

Russian (Dvoretsky)

ὀχευτικός: похотливый (ὄρνιθες Arst.).