ὡρολόγος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A an Egyptian astrologer, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολόγος: ὁ, (λέγω) Αἰγύπτιος ἱερεὺς ἢ ἀκόλουθος (νεωκόρος) φέρων ὡρολόγιον, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. σ. 321.
Greek Monolingual
ὁ, Α
Αιγύπτιος αστρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λόγος].