Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαβδισμός

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδισμός Medium diacritics: ῥαβδισμός Low diacritics: ραβδισμός Capitals: ΡΑΒΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhabdismós Transliteration B: rhabdismos Transliteration C: ravdismos Beta Code: r(abdismo/s

English (LSJ)

ὁ, A winnowing, threshing, PTeb.119.46 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 829] ὁ, das mit der Ruthe, mit dem Stocke Schlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδισμός: ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - ὡσαύτως ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow.

Greek Monolingual

ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ ῥαβδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα
2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα
3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι με τη χρήση ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα.