Τισιφόνη

From LSJ
Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῑσῐφόνη Medium diacritics: Τισιφόνη Low diacritics: Τισιφόνη Capitals: ΤΙΣΙΦΟΝΗ
Transliteration A: Tisiphónē Transliteration B: Tisiphonē Transliteration C: Tisifoni Beta Code: *tisifo/nh

English (LSJ)

ἡ, (τίνω, φόνος) A Tisiphone, the Avenger of blood, one of the Erinyes, Orph.H.69.2, A.968, Apollod.1.1.4. 2 daughter of Alcmeonand Manto, E.ap.Apollod.3.7.7 (NauckTGFp.380). (Τεισιφόνη shd. prob. be read.)

Greek (Liddell-Scott)

Τῑσῐφόνη: ἡ, ἡ ἐκδικήτρια τῶν φόνων, μία τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 682, Ἀργ. 966.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Tisiphonè, l’une des trois Furies, vengeresses du meurtre.
Étymologie: τίω, φόνος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῦ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + -φόνη (< φόνος < θείνω «χτυπώ»)].

Russian (Dvoretsky)

Τῑσῑφόνη: ἡ Тисифона, «Мстительница за убийство» (старшая из трех Эриний-Эвменид) Plut., Luc.